- αδρύφακτος
- ἀδρύφακτος, -ον (Μ) [δρύφακτος]1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα[«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)]2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδρύφακτον — ἀδρύφακτος unfenced masc/fem acc sg ἀδρύφακτος unfenced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)